Από τη μια η υπογλυκαιμία μου, που χτύπησε κόκκινο και μου
ζητάει σοκολάτα κι απ’ την άλλη εκείνο το οικωλογικό κοτοπουλάκι που τελευταία
του επιθυμία ήταν να μαγειρευτεί με μπάμιες, ναι ναι εκείνα τα περίεργα λαχανικά με το
χνούδι, τα σάλια και τα σποράκια σαν υπερτροφικό σουσάμι …μ’ έκαναν να πεταχτώ
για λίγο έξω.
Αφού τρέλανα για τα καλά τον εμποράκο, γυρίζοντας, σαν
ράπισμα ένιωσα την ευωδιά της.
Κοντοστάθηκα και της είπα: “Κυρία μου, τα συγχαρητήριά μου.
Είστε όπως κάθε χρόνο υπέροχη. Ιδιαίτερα τις νύχτες.
Καλά μαντέψατε στην κυρία Αγγελική μιλούσα…
Έχω κι εγώ μία, τοσοδούλα την πήρα και την μεγάλωσα, θέριεψε
πια, αλλά δεν ξέρω τι την έχει πεισμώσει και δεν ανθίζει.
Ούτε ένα τόσα δα ανθάκι της δεν μου έχει χαρίσει!
Σαν να το κάνει επίτηδες. Την ποτίζω, της μιλάω, την κουρεύω,
την χαϊδεύω και κείνη μετανιωμένη κάθε φορά μου υπόσχεται πως τον επόμενο χρόνο
θ’ ανθίσει. Μόνο για μένα.
Και κάθε φορά το ξεχνάει. Και κάθε φορά τη συγχωρώ.
Και την συμπονώ που δεν καταφέρνει ποτέ να ξεδιπλώσει τα
άνθη της και την ανεπανάληπτη ευωδιά της.
Έστω κι όχι για μένα, για εκείνη και μόνον.