Τότε που την γιόρταζαν απλά κι ανεπιτήδευτα, όπως κι όλες τις άλλες γιορτές.
Τότε που την θυμόσουν χωρίς ν’ ανατρέξεις στο Organizer , Τσικνοπέμπτη πρέπει να βγω.
Ω ναι τις λάτρευα εκείνες τις τσικνοπέμπτες.
Τότε που δεν προγραμμάτιζαν να τσικνίσουν δυο με τρεις μήνες πριν, κλείνοντας τραπέζι με το όνομα ρεζερβέ πάνω στο τραπέζι . Τότε που δεν αναγκαζόσουν να βγεις με περίεργους που σου σηκώνεται η τρίχα και μόνο που τους κοιτάς, άσε που πρέπει να τους πγοσφέγεις και το καλύτερο παϊδάκι μη τυχόν κακοκαρδιστούν και χάσουν το χρυσοψαρικό μνημονικό τους.
Ναι, δεν μου αρέσει πια αυτή η μέρα.
Ούτε η τσίκνα.
...αν δεν πάω να κοιμηθώ στα αμέσως επόμενα τέσσερα λεπτά κι αν δεν ακούσω τα ξυπνητήρια το πρωϊ -πρόσφατα αποκτηθείσα κακή συνήθεια- με βλέπω να αργώ ξανά...
(και ποιός ακούει τα πελοποννησιακά λιη και νιη....)
Αγγίζω ξανά τον ίδιο τοίχο..βαμμένο με καινούργια χρώματα πια.
Ο παλιός καναπές δεν υπάρχει … ούτε κι εκείνη η λάμπα, που μου επίτρεπε να παίζω με τα χέρια μου και να βλέπω στον τοίχο τις σκιές τους να σχηματίζουν ότι η φαντασία μου, μου σφήνωνε στο νου κείνη τι στιγμή……ούτε και κάποιοι άλλοι.
Ούτε λαγουδάκια, ούτε πεταλούδες.
Μόνο τοίχος. Κι όμως έχω την εντύπωση ότι αν μπορούσα να τον διαπεράσω, πολλά θα μπορούσα να ξαναδώ και να ξανανιώσω, απ’ όλα όσα συνέβαιναν τότε.