Απαλλαγμένη απ’ τις τεχνητές βοές της μέρας, η νύχτα σε όσους την αγαπούν γι αυτά που είναι κι όχι γι αυτά που κρύβει , απλώνει γαλήνια τους ψιθύρους της.
Ψίθυροι μέσα από δένδρα κι απ’ τις αναπνοές των κοιμώμενων πουλιών. Ψίθυροι που τρυπώνουν ανάμεσα από κλαδιά ανθισμένων γιασεμιών και νυχτολούλουδων και φθάνουν στ’ αυτιά σου επιθυμώντας ν’ αναστατώσουν το είναι σου.
Ευωδιές που ξεχύνονται από παντού και σ’ απογειώνουν.
Αχτίδες παλλόμενες από αστέρια που παιχνιδίζουν στο σύμπαν ξέφρενα, σου στέλνουν μηνύματα πως δεν είσαι μόνος εδώ.
Τρελά κι απρόσεχτα πεφταστέρια που παρασύρονται στην άβυσσο μαζί με τις ευχές μας.
Άνθρωποι που ξαγρυπνούν σκεπτόμενοι «αν» αυτό το μεγάλο «Αν» , στέλνουν τον αναστεναγμό τους ν’ ανταμώσει τον δικό σου, διαπερνώντας τοίχους και τείχη.
Το σ’ αγαπώ των ερωτευμένων.
Το κλάμα του νεογέννητου παιδιού απ’ τ’ ανοικτό παράθυρο, τα παραμύθια που λένε οι γονείς στα παιδιά, τα όνειρα γλυκά κι απονήρευτα και το καλό ξημέρωμα που εύχονται ο ένα στον άλλον.
Ψίθυροι αιώνιοι, αναλλοίωτοι, επαναλαμβανόμενοι στους αιώνες.