Πιθανολογώ να βγαίνει από το μόν (ος/η) +αξία. Μονάξιος και μονάξια.
Δηλαδή η μόνη αξία, αλλά αφού ο τόνος αποφάσισε να πάει στο «α», τα πράγματα αλλάζουν.
Η μοναξιά είναι μια υπέροχη κατάσταση στην οποία περιπίπτουν οι μόνοι και άξιοι.
Γιατί μόνον αυτοί μπορούν να την αντέξουν.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να αντέξει ένα σπίτι με μοναδικό ήχο αυτόν του ραδιοφώνου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να αντέξει ώρες μέρες χωρίς να ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα, παρά μόνον με τον «μπούμπη» ή την «μπούμπα» του.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να χαίρεται ή να γελάει μόνος του και να το ευχαριστιέται κιόλας.
Μόνον ένας μονάξιος και μια μονάξια, πιστοί οπαδοί της μοναξίας και της μοναξιάς.
Παίζει να τα παιξα;