Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Καλό ταξίδι κυρ Μιχάλη


Στο κέντρο της Αθήνας, σ’ ένα από τα πολλά κτίριο υπάρχει μια στοά, Την θυμάμαι από μικρό παιδί. Μια στοά, γεμάτη από λογιών λογιών μαγαζάκια.
Το πιο πιθανό είναι να γνώριζα τον κυρ Μιχάλη αν όχι από τα παιδικά μου χρόνια τουλάχιστον από τα εφηβικά μου. Είχε ένα μαγαζάκι μέχρι πρόσφατα, με πολύ ενδιαφέροντα για μένα είδη.
Δίσκους βινυλίου, παλιές κασέτες, μερικά δυσεύρετα βιβλία, μουσικής ως επί το πλείστον και μερικά άλλα μικροπράγματα που  σου σκανδάλιζαν το βλέμμα και σου γαργαλούσαν την τσέπη. Ανάκατα όλα μαζί.
Αυτό λάτρευα πάνω απ’ όλα που μπορούσα να χωθώ μέσα και να ψάξω όσο ήθελα, να βρω ότι μου άρεσε και ν’ αρχίσω να ρωτάω:
-Αυτό πόσο κάνει;
-Αυτό;
-Αν αφήσω αυτό και πάρω αυτό και κείνο;
Λάτρευα επίσης την καλημέρα του και την ευγένειά του.
Πέρασε πολύς καιρός κι ο δρόμος μου με ξαναέφερε απ’ τα μέρη του. 
Καθισμένος σε μια παλιά πολυθρόνα του σκηνοθέτη, το μαγαζάκι του σε decadence εμφανισιακά και πελατειακά και δίπλα του μια ψιψίνα. Κατάμαυρη. Που τον κοιτούσε με λατρεία.
Ξαναπιάσαμε κουβέντα, κυρίως για την γάτα . Μου είπε ότι τις νύχτες κοιμόταν στο μαγαζάκι και τον καλοσώριζε τα πρωϊνα με γουργουρητά και περασάδες.
Κέρασα την γάτα μια σταλιά απ’ το δεκατιανό μου και το δέχτηκε. Του έκανε μεγάλη εντύπωση. Μου δήλωσε μάλιστα ότι από κανέναν εκτός από εκείνον δεν δεχόταν τροφή.
Τον κοίταξα χαμογελαστή.
-Κρατάω από γενιά γατών, του είπα χαμογελαστά και μου ανταπόδωσε το χαμόγελο.
Τέσσερα χρόνια και κάτι, την λέγαμε την καλημέρα μας. Συχνά πυκνά.
Και το χάδι στην ψιψίνα απαραίτητο.
Αρχές Νοέμβρη είδα το μαγαζάκι κλειστό. Θεώρησα ότι ο κυρ Μιχάλης βγήκε πια στη σύνταξη. Το δικαιούνταν, είχαν περάσει τα χρόνια του.
Αλλά η πραμάτεια γιατί μέσα στο μαγαζί; Κι η ψιψίνα; Τα πιατάκια της ήταν εκεί, απ’ έξω.
Σήμερα το πρωϊ, ξαναπέρασα. Με το έμπα στη στοά είδα από μακρυά την ψιψίνα, μέσα σε μια γλάστρα. Κι ένα ευγενέστατο κύριο που με καλημέρισε αν και δεν γνωριζόμασταν. Πήρα το θάρρος και τον ρώτησα;
-O κυρ Μιχάλης;
…………………
-H ψιψίνα θα πρέπει να στενοχωρήθηκε, είπα σιγά, αμήχανα.
-Πππππππάαααααααρα πολύ, μου απάντησε. Τώρα όμως είναι καλύτερα. Άλλωστε και ο κύριος που την φροντίζει τώρα, Μιχάλη τον λένε.
Και εμείς όλοι την αγαπάμε και την φροντίζουμε.

Άπλωσα το χέρι μου και την χάιδεψα. Έγειρε το κεφάλι της στη χούφτα μου και το έκρυψε για λίγο. Μετά κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό μου.
-Τάμαθες; μου είπε.

-Ναι…
Εσύ όμως είσαι μια πολύ τυχερή ψιψίνα, με τόσους καλούς ανθρώπους γύρω σου και να σαι περήφανη γιατί δεν υπάρχουν και πολλοί.