Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Πρώτο φθινόπωρο...


Φτερά είχε το φετινό καλοκαίρι και πέταξε τόσο γρήγορα; Σε ρωτάω, φτερά;

Τα μπερεκέτια ούτε που τα είδαμε να μεστώνουν και να γλυκαίνουν. Ούτε καν εκείνο τα βαθύ ρουμπινί χρώμα των βατόμουρων δεν προλάβαμε να δούμε.

Ελπίζουμε στην θέα των κυκλάμινων, των λατρεμένων μας.

Έφυγε και τι δεν πήρε μαζί του. Όνειρα, ελπίδες…
Όλα!  Λες και του τα χρωστούσαμε.

Είμασταν λέει άπληστοι. Θέλαμε δουλειά, σπίτι, διακοπές.
Φαταούλες παιδί μου, δε σου λέω εγώ;

Χα χα όσο το σκέφτομαι μού ρχεται να κοπανάω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Μπάμ, μπούμ…μέχρι να σπάσει το άτιμο.
Ψήφισε ρε ο κόσμος μερικά μεμέτια απ’ το πουθενά ν’ ανέβουν στα ανώτατα αξιώματα και μετά να τον απαυτώσει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Κακορίζικοι πανάθεμά σας, πουλεγε κι η μάνα μου, Θεός σχωρέστη.
Μπαμ, μπούμ σπάσε βρε, παλιοκέφαλο.
Ναι έχω θυμώσει πάρα πολύ.

Κι εσύ;
«Κοιμάσαι» ακόμη. Και ταξιδεύεις σε άλλα μέρη. Και ποιος ξέρει, ίσως σου αρέσει πολύ και δεν θέλεις να ματαγυρίσεις, έτσι είπαν.
Εγώ όμως σε σκέπτομαι.
Και στενοχωριέμαι.